τραγωδοποιώ

τραγωδοποιώ
-έω, Ν
γράφω τραγωδίες, είμαι τραγικός ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγωδοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. τραγῳδοποιέω / -, μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Βαρελά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραγῳδοποιῷ — τραγῳδοποιός tragic poet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”